κεντρίνης

κεντρίνης
κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον]
1. είδος ψαριού
2. είδος σκνίπας
3. η κεντρίς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεντρίνης — spiny shark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίναι — κεντρίνης spiny shark masc nom/voc pl κεντρίνᾱͅ , κεντρίνης spiny shark masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίνην — κεντρίνης spiny shark masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντρίνας — κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc acc pl κεντρίνᾱς , κεντρίνης spiny shark masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντροφόρος — ο (Α κεντροφόρος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος καρχαροειδών χονδριχθύων τής οικογένειας squalidae αρχ. 1. αυτός που έχει κεντρί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεντροφόρος ο κεντρίνης* 3. αυτός που αποτελεί το κέντρο τής οικουμένης. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”